ακτοφρουρά
Смотреть что такое "ακτοφρουρά" в других словарях:
ακτοφρουρά — η η ακτοφυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτή + φρουρά, πρβλ. αγγλ. coast guard συνώνυμες οι λέξεις ακταιωρία, ακτοφυλακή] … Dictionary of Greek
ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… … Dictionary of Greek